- κεσάτι
- το (Μ κεσάτι)συν. στον πληθ. τα κεσάτιαπλήρης ή σημαντική έλλειψη εμπορικής κίνησης, εμπορική απραξία, αναδουλειά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kesat].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεσάτι — το (λ. τουρκ.), εμπορική απραξία, ανεργία: Αυτή την εποχή έχουμε κεσάτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
chesat — CHESÁT s.n. (Turcism înv.) Lipsă de vânzare într o întreprindere comercială; criză comercială. – Din tc. kesad. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 CHESÁT s. v. criză. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime chesát s. n … Dicționar Român